- γυφτουριά
- ητο σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + -ουριά* (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
γυφτολασιά — η και γυφτολάσι, το η γυφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυφτολασία < γύφτος + λασιά* και ο τ. γυφτολάσι < γύφτος + λάσι* (πρβλ. γυναικολάσι, παιδολάσι)] … Dictionary of Greek